- αγκαλιαστός
- -ή, -ό [αγκαλιάζω]1. αυτός που τόν έχουν αγκαλιάσει, ο αγκαλιασμένος2. το αρσ. ως ουσ. ο αγκαλιαστόςα) κάθε χορός που χορεύεται από ζευγάρια αγκαλιασμέναβ) (ειδικότερα στην Κρήτη) χορός, κατά τον οποίο οι χορευτές με ζυγό αριθμό συμπλέκουν τα χέρια τους πάνω από τους ώμους εκείνων που έχουν μονό.
Dictionary of Greek. 2013.