αγκαλιαστός

αγκαλιαστός
-ή, -ό [αγκαλιάζω]
1. αυτός που τόν έχουν αγκαλιάσει, ο αγκαλιασμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ο αγκαλιαστός
α) κάθε χορός που χορεύεται από ζευγάρια αγκαλιασμένα
β) (ειδικότερα στην Κρήτη) χορός, κατά τον οποίο οι χορευτές με ζυγό αριθμό συμπλέκουν τα χέρια τους πάνω από τους ώμους εκείνων που έχουν μονό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγκαλιαστός — ή, ό επίρρ. ά αγκαλιασμένος: Χορεύανε σχεδόν αγκαλιαστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκαλιάζω — 1. περικλείω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου, σφίγγω στο στήθος μου, περιπτύσσομαι 2. σχηματίζω αγκαλίδες, δεμάτια 3. υποδέχομαι κάποιον με προθυμία, υποστηρίζω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαλιά. ΠΑΡ. αγκάλιασμα, αγκαλιαστός] …   Dictionary of Greek

  • περιλαμπαστός — και περλαμπαστός, ή, ό, Ν [περιλαμπάζω] αυτός που τόν έχουν αγκαλιάσει, ο αγκαλιαστός. επίρρ... περιλαμπαστά και περλαμπαστά Ν με εναγκαλισμό, αγκαλιασμένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”